- λατόμημα
- το камень из карьера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λατόμημα — το (Α λατόμημα) [λατομώ] λίθος που εξορύσσεται από λατομείο … Dictionary of Greek
λατομήματος — λατόμημα stone hewn from a quarry neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)